ἐξηκολούθησεν

ἐξηκολούθησεν
ἐκ-ἀκολουθέω
follow
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξακολουθώ — και ξακολουθώ και ξακολουθάω (AM ἐξακολουθῶ, έω) [ακολουθώ] νεοελλ. 1. συνεχίζω κάτι («εξακολουθεί να μην προσέχει») 2. επαναλαμβάνω («θα εξακολουθήσει τις σπουδές του») 3. χρον. συνεχίζομαι, διαρκώ («το κρύο εξακολουθεί») αρχ. μσν. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”